Το 1999 ο αείμνηστος Ηλίας Μπαζίνας μου’ χε ζητήσει να συντονίσω μια ημερίδα για την πάλη, η οποία διοργανώθηκε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Εκεί λοιπόν άλλαξε (κακώς;) όλη η κοσμοθεωρία μου γι’ αυτά τα περίφημα «κλειστά» κλιμάκια επίλεκτων αθλητών, ταλαντούχα παιδιά στην εφηβεία τους, που μαζεύονται σ’ ένα μέρος, διαμένουν σε αθλητικές εγκαταστάσεις και προπονούνται εντατικά, υπό την επίβλεψη κορυφαίων προπονητών, για να γίνουν καλύτεροι στο σπορ που επέλεξαν.
Παρών στην εκδήλωση ήταν τότε και ο Κώστας Θάνος. Στα ντουζένια του τότε, αθληταράς, με μετάλλια σε παγκόσμια και ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, μετρούσε η γνώμη του. Όταν ανέβηκε στο βήμα να μιλήσει (μετά τους θρύλους του αθλήματος Γαλακτόπουλο, Μυγιάκη, Ποικιλίδη κτλ.) περιέγραψε μια ζοφερή εικόνα στις εγκαταστάσεις του ΟΑΚΑ, από το λεγόμενο «αύριο» της πάλης.
Παιδιά κατά κύριο λόγο από την επαρχία (και ο Θάνος Καρδιτσιώτης είναι, άλλωστε) που περνούσαν μια καθημερινότητα βαρετή, με προπόνηση ποιοτική μεν, αλλά μια ζωή ιδρυματοποιημένη, σε μεγάλο βαθμό. Με ελάχιστους φίλους, να μιλούν μόνο μεταξύ τους, να κινούνται ελεύθερα μόνο στους «εγκεκριμένους» χώρους. Υπήρχε και η ευθύνη έναντι των οικογενειών τους, ήταν σε μικρή ηλικία και δεν μπορούσαν να τριγυρνάνε εδώ κι εκεί χωρίς έλεγχο. Τι περίμεναν; Μόνο μία έξοδο, το βράδυ του Σαββάτου, για να μπουν στο τρένο, να πάνε στην Ομόνοια και να κατηφορίσουν λίγα στενά πιο κάτω για να ξεχαρμανιάσουν με τον γνωστό «πληρωτέο» τρόπο. Και μετά να φάνε ένα σουβλάκι, να τριγυρίσουν, να πάρουν μια μυρωδιά πόλης, της ζωής των άλλων, και πάλι πίσω στις λαβές και τις οδηγίες.
Ήταν ένα σοκ για μένα ακούγοντας τα λόγια αυτά. Προηγουμένως είχα στο μυαλό μου εντελώς άλλες εικόνες: Παιδιά ευτυχισμένα, που είχαν επιλεγεί να αναπτύξουν το ταλέντο τους με τον καλύτερο τρόπο και είχαν την ευλογία να ασχολούνται με το σπορ που τους αρέσει 24 ώρες το 24ωρο μαζί με τους συναθλητές τους. Τι καλύτερο;
Από τότε έχω μεγάλη καχυποψία όταν διαβάζω για κλειστά γκρουπ και αποκοπή εφήβων αθλητών από την οικογένειά τους, το περιβάλλον τους, τις παρέες τους, προκειμένου να κάνουν πιο εντατικές προπονήσεις και να «αναπτυχθούν».
Θα μου πεις, έχουν περάσει 25 χρόνια από τότε. Δεν θα’ χει αλλάξει κάτι; Ας μην είμαι απόλυτος. Προφανώς και θα’ χει αλλάξει. Αλλά η ουσία είναι ίδια. Το παιδί φεύγει από την καθημερινότητά του. Γίνεται ένας “επαγγελματίας” από τα 15 του. Δεν ξέρω αν μπορείτε να καταλάβετε πόσο κακό κάνει κάτι τέτοιο. Σε όλα.
Προσοχή: Άλλο να κάνεις επαγγελματική δουλειά γιατί το θέλεις, κι άλλο να είσαι επαγγελματίας. Το να κάνεις π.χ. 1000 σουτ τη μέρα, που διαβάζω ότι είναι και της μόδας και το γράφουν πολλοί “για να βγάλουμε επιτέλους σουτέρ”, μπορείς να το κάνεις πρωτίστως επειδή το ΘΕΛΕΙΣ εσύ, κι όχι επειδή έτσι λέει το “επαγγελματικό” πρόγραμμα που ακολουθείς. Ή να κάνεις βάρη, να πας πιο νωρίς με τον προπονητή σου να δουλέψεις, να μείνεις μισή ώρα παραπάνω, να πας το μεσημέρι στο ανοιχτό για σταυρωτές.
Διάβασα με τον απαραίτητο σεβασμό την πρόταση του Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου για την ανάπτυξη των νέων μπασκετμπολιστών στην Ελλάδα. Είναι ένας άνθρωπος που την έχει κάνει αυτή τη δουλειά πολλά χρόνια στο ανώτατο επίπεδο, συν τοις άλλοις έχει και ακαδημαϊκό υπόβαθρο.
Και, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, αυτή η πρόταση είναι η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ολοκληρωμένη που βλέπει η αφεντιά μου. Δηλαδή ένας άνθρωπος κάθισε κάτω και κατέγραψε ιδέες, αντί να σκορπάει μίρλα και αφορισμούς. Και μόνο γι’ αυτό αξίζει σεβασμό.
Το να κόβεις έναν έφηβο από την κανονική ζωή του μπορεί να του βελτιώσει μεν τα μπασκετικά του χαρακτηριστικά, αλλά στην ουσία του στερείς άλλα πράγματα. Μην τα υποτιμάτε. Είναι το ίδιο απαραίτητα, για να μην γράψω περισσότερο, από τη ντρίμπλα και την πάσα. Είναι η ολοκλήρωση της προσωπικότητας. Που αν το παιδί «ιδρυματοποιηθεί» με αυτό τον τρόπο, θα μείνει κολοβή.
Και, ξέρετε, το’ χετε καταλάβει πια, μπάσκετ παίζει η προσωπικότητα. Και το μυαλό. Αυτά πρώτα. Και μετά η αθλητικότητα και τα «βασικά». Τον καλύτερο τεχνικά σουτέρ να έχεις, αν δεν λέει εκείνη την ώρα που σουτάρει «θα το βάλω σίγουρα», δεν το βάζει. Ή, τέλος πάντων, θα το βάλει όταν το ματς είναι στους 20-30 πόντους, αλλά θα το χάσει όταν καίει η μπάλα. Κι αυτό το «θα το βάλω σίγουρα» το’ χεις μέσα σου, αλλά και το καλλιεργείς καλύτερα υπό κανονικές συνθήκες.
Κι επειδή μπορεί κάποιος να με κατηγορήσει ότι εμπίπτω κι εγώ στην κατηγορία της μίρλας και της άρνησης, ότι διαφωνώ με κάτι χωρίς να προτείνω, ορίστε η δική μου πρόταση:
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ οποιασδήποτε μεταγραφής αθλητή μέχρι τα 18 του χρόνια που τελειώνει το εφηβικό. Ή, τέλος πάντων, να επιτρέπεται να μετακινείται ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ από την ομάδα που υπογράφει το πρώτο του δελτίο, κι αυτό μόνο αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι (π.χ. μετεγκατάστασης της οικογένειας σε άλλη πόλη ή σε διαφορετικό δήμο, που δεν είναι γειτονικός με την έδρα της προηγούμενης ομάδας του).
Μα, ποια σχέση μπορεί να έχει αυτό με την ολιστική πρόταση Κιουμουρτζόγλου; Είναι δύο διαφορετικά πράγματα, θα υποστηρίξει κάποιος.
Στο μυαλό μου, είναι ακριβώς τα ίδια.
Υ.Γ. Πολλοί αναφέρουν το γαλλικό INSEP ως παράδειγμα. Πράγματι, το INSEP επί πολλά χρόνια έβγαλε πολύ ταλέντο με το συγκεκριμένο σύστημα. Πρέπει, όμως, να βάλουμε στην εξίσωση τι είδους παιδιά συμμετείχαν και συμμετέχουν σ’ αυτό το πρόγραμμα. Μήπως οι συνθήκες που βρήκαν στο INSEP ήταν πολύ καλύτερες από την καθημερινότητά τους στο 18o και 19ο arrondissement του Παρισιού, ή τα nord της Μασσαλίας; Ισχύουν κι εδώ τα ίδια;
Και το αμερικανικό EYBL, που όντως μαζεύει πολύ ταλέντο ανάμεσα σε εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που παίζουν μπάσκετ, μήπως είναι αυτό ακριβώς; Μια κρισάρα, από την οποία θα περνούν μόνο παιδιά που ξέρουν ότι αν δεν πετύχουν εκεί θα επιστρέψουν (κατά κύριο λόγο) στα γκέτο, τις συμμορίες και τα συμπαρομαρτούντα.
Αργύρης Παγαρτάνης