Το περιεχόμενο είναι αποκλειστικά για συνδρομητές
Οι έλληνες τεχνικοί ποδοσφαίρου μονοπωλούν τους πάγκους των ομάδων σε όλα τα εθνικά πρωταθλήματα παρ” ότι είναι ουσιαστικά αυτοδίδακτοι Η ανύπαρκτη του «γένους» προπονητική σχολή Διπλώματα σε χρόνο-ρεκόρ με δεκαπενθήμερα σεμινάρια και έλλειψη επαρκούς και επιστημονικής επιμόρφωσης.
αποτυχία του Γιάννη Ματζουράκη στον πάγκο του Ολυμπιακού, ιδιαίτερα στους αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ, που οδήγησε στην «παραίτησή» του και η αναζήτηση τώρα από τους Ερυθρολεύκους ξένου προπονητή επανέφεραν στην επικαιρότητα δύο καίρια ερωτήματα: α) Υπάρχει άραγε εθνική σχολή προπονητών ποδοσφαίρου και ποιο είναι τελικά το επίπεδο των συμπατριωτών μας τεχνικών; β) Γιατί δεν έρχονται να εργαστούν, έστω στις λεγόμενες μεγάλες ελληνικές ομάδες, ξένοι προπονητές εγνωσμένης αξίας;
Τι είναι λοιπόν τελικά οι έλληνες προπονητές ποδοσφαίρου; Ηρωες ή ρεμάλια. Ή μήπως «ρεμάλια ήρωες», όπως είχε αποκαλέσει τους θαλασσοπόρους ο Νίκος Τσιφόρος. Το παρόν τους δικαιώνει, έστω και αν, για παράδειγμα, ο Αγγελος Αναστασιάδης του Παναθηναϊκού τη μία ημέρα αποκαλείται από ορισμένους «γραφικός θρησκόληπτος» και την επόμενη «προπονηταράς». Δεκατρείς έλληνες προπονητές εργάζονται στις (16) ομάδες της Εθνικής κατηγορίας. Ποσοστό απίστευτο, αν το συγκρίνει κανείς με αριθμούς παρελθόντων ετών, όταν στη λογική του ελληνικού ποδοσφαίρου το να έχεις έλληνα τεχνικό ισοδυναμούσε με… κατάντια. Βεβαίως δεν λείπει η καθημερινή μουρμούρα και η αμφισβήτηση ικανοτήτων. Μήπως όμως το ίδιο δεν συμβαίνει στα πρωταθλήματα όλων των χωρών του κόσμου;
Το γεγονός ότι σε ολόκληρο το φάσμα του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου (Εθνική κατηγορία, Α’ και Β’ κατηγορίες) ξεκίνησαν την αγωνιστική περίοδο 2000-2001 να εργάζονται μόνο πέντε ξένοι προπονητές (που έγιναν τέσσερις έπειτα από την πρόσφατη απόλυση του Ζόραν Μπάμποβιτς από τα Τρίκαλα), εκ των οποίων μάλιστα οι Ντούσαν Μπάγεβιτς και Ολεγκ Μπλαχίν έχουν ριζώσει για χρόνια στη χώρα μας, φανερώνει ότι αίφνης οι παράγοντες «αγάπησαν» τους εγχώριους τεχνικούς. Γιατί όμως; Η επιτυχία κάποιων εξ αυτών την περασμένη περίοδο (ο Ματζουράκης οδήγησε τον Ολυμπιακό στον τίτλο και από «υπηρεσιακός» έγινε μόνιμος ώσπου «παραιτήθηκε» πριν από λίγες ημέρες , ο Γιάννης Κυράστας «έφτιαξε» τον καλύτερο Παναθηναϊκό των τελευταίων ετών και ο Γιάννης Παθιακάκης συμμάζεψε την ΑΕΚ) σίγουρα ενεθάρρυνε τους προέδρους των ΠΑΕ να εμπιστευτούν τους έλληνες τεχνικούς.
Αυτή ωστόσο είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή λέει ότι οι καλοί ξένοι προπονητές είτε είναι πανάκριβοι για τα οικονομικά δεδομένα των ελληνικών ομάδων είτε, πολύ περισσότερο, είναι αρνητικοί στο ενδεχόμενο να «ρισκάρουν» την επαγγελματική τους φήμη αποδεχόμενοι να εργαστούν σε ένα πρωτάθλημα… β’ διαλογής. Οι ΠΑΕ λοιπόν προτιμούν έναν (φθηνότερο) έλληνα τεχνικό και μάλιστα νέο ώστε να έχει φιλοδοξίες, από έναν ξένο χωρίς ιδιαίτερες επίσης περγαμηνές, ο οποίος έρχεται… τρέχοντας διότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει αλλού καλύτερο συμβόλαιο ή επειδή θέλει να πάρει ένα καλό εφάπαξ προτού βγει στη σύνταξη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι έλληνες τεχνικοί είναι αυτοδίδακτοι στη συντριπτική πλειονότητά τους. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων δεν αποφοίτησαν από καμία σοβαρή σχολή. Απλώς παρακολούθησαν κάποια μαθήματα στις ονομαζόμενες σχολές προπονητών Α’, Β’ και Γ’ κατηγορίας τις οποίες διοργανώνει η ΕΠΟ για να μοιράζει διπλώματα, χωρίς τα οποία απαγορεύεται από τον νόμο η εργασία σε ομάδα επαγγελματικής κατηγορίας. Αντικειμενικά μεταφέρουν στις ομάδες τις εμπειρίες της ποδοσφαιρικής καριέρας τους, εμπλουτισμένες με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της ελληνικής ποδοσφαιρικής πραγματικότητας.
Με τα σημερινά δεδομένα για να αποκτήσει κάποιος το δικαίωμα να ασκεί το επάγγελμα του προπονητή δεν έχει παρά να παρακολουθήσει τις δεκαπενθήμερες σχολές που διοργανώνει η ΕΠΟ. Εκεί διδάσκονται τις στοιχειώδεις αρχές ως προς την τεχνική, τα συστήματα τακτικής, τη φυσική κατάσταση, τη δίαιτα, τους κανονισμούς διαιτησίας, την παροχή πρώτων βοηθειών και χωρίς άλλα εφόδια ή διαδικασίες επιμόρφωσης παραδίδονται στην κοινωνία για να διαπλάσουν τον χαρακτήρα και το ταλέντο των νέων ποδοσφαιριστών και να διαμορφώσουν συγκροτήματα δισεκατομμυρίων τα οποία θα διακρίνονται στις διεθνείς διοργανώσεις.
Στόχοι και πραγματικότητα
Σύμφωνα με τον αθλητικό νόμο 2725/99 η ευθύνη για την ανάδειξη προπονητών ανήκει στο Ελληνικό Κέντρο Αθλητικής Ερευνας και Τεχνολογίας (ΕΚΑΕΤ). Με εισήγηση της αρμόδιας ομοσπονδίας ιδρύει εθνική σχολή προπονητών, η οποία για την απονομή διπλώματος Γ’ κατηγορίας έχει διάρκεια τουλάχιστον οκτώ μήνες. Ενα πλήρες διδακτικό έτος είναι ένα λογικό χρονικό διάστημα για να παντρέψει κανείς την εμπειρία με τη θεωρία, ώστε να μπορεί να εξηγεί στους εκατομμυριούχους πλέον αθλητές του τις αποφάσεις του. Μόνο που… αυτό το ΕΚΑΕΤ δεν έχει ακόμη συσταθεί.
«Στόχος μας είναι το ποδόσφαιρο να παίζεται με ένα ενιαίο σύστημα σε όλες τις βαθμίδες. Να αποκτήσει τη δική του σχολή και ταυτότητα. Να μην αντιγράφει» δήλωσε ο Βασίλης Δανιήλ λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ομοσπονδιακού προπονητή. Στην ερώτηση «ποια στοιχεία θα καθορίζουν αυτή τη σχολή» ο Δανιήλ ήταν συγκεκριμένος: «Πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στην ταχύτητα σκέψης και κίνησης, στην ευελιξία και στην καλύτερη αξιοποίηση του αγωνιστικού χώρου σε μήκος και πλάτος. Θα στηριχθούμε στο σύστημα 3-4-3 δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη από τα πλάγια» υπογράμμισε.
Εχει δίκιο ο Δανιήλ; Το σύστημα εκπαίδευσης το οποίο προτείνει είναι όντως αυτό που ταιριάζει στον χαρακτήρα και στη σωματοδομή του Ελληνα; Κανείς δεν (ανα)ρωτήθηκε, για τον λόγο ότι δεν έχουν καθιερωθεί διαδικασίες διαλόγου πριν από τη λήψη των αποφάσεων, και επιπλέον ουδείς στην Ελλάδα ασχολείται συστηματικά με την επιστήμη του ποδοσφαίρου. Από τότε που ο Νίκος Αλέφαντος έκανε άνω-κάτω την πρώτη και μοναδική ως τώρα σύσκεψη προπονητών των ομάδων της Α’ εθνικής, την οποία συγκάλεσε ο ρουμάνος πρώην ομοσπονδιακός προπονητής Ανγκελ Ιορντανέσκου, η ΕΠΟ επέλεξε να βαδίζει προς το μέλλον με αυτόματο πιλότο.
Οι προτάσεις του Δανιήλ, τις οποίες υλοποιεί η ΕΠΟ σε αναπτυξιακό επίπεδο, είναι προσωπικές και δεν αποτελούν εισηγήσεις συγκεκριμένων ελληνικών επιστημονικών κέντρων. Αν αύριο ο διάδοχος του Δανιήλ έχει την άποψη ότι στον έλληνα ποδοσφαιριστή δεν ταιριάζει η ανάπτυξη από τα πλάγια, επειδή το συγκεκριμένο σύστημα δεν εφαρμόζεται πλέον στον Ολυμπιακό, στον Παναθηναϊκό και στην ΑΕΚ που τροφοδοτούν με παίκτες την Εθνική ομάδα, προφανώς θα αλλάξει η… αναπτυξιακή πολιτική της ΕΠΟ.
Με αυτές τις προϋποθέσεις δεν μπορεί να δημιουργηθεί ελληνική ποδοσφαιρική σχολή. Πώς, π.χ., θα αναπτυχθούν η κίνηση και η ευελιξία τις οποίες ζητεί ο κ. Δανιήλ, όταν πουθενά δεν διδάσκονται τα βασικά για την προπόνηση στην παιδική και στην εφηβική ηλικία; Από το 1996 και ένθεν η ΕΠΟ λειτούργησε έξι ολιγοήμερες σχολές Γ’ κατηγορίας και πέντε σχολές των δύο μεγαλύτερων κατηγοριών. Εκατοντάδες είναι πλέον οι διπλωματούχοι προπονητές. Και τι μ’ αυτό; Από τους 22 ποδοσφαιριστές της Εθνικής ομάδας που αγωνίστηκαν το 1980 στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, σε ομάδες της Εθνικής κατηγορίας εργάζονται σήμερα οι Σπύρος Λιβαθηνός (Εθνικός Αστέρας), Γιάννης Κυράστας (Ηρακλής) και Γιώργος Φοιρός (Ξάνθη). Τι απέγιναν οι Κωνσταντίνου, Ιωσηφίδης, Καψής, Κούης, Τερζανίδης, Αρδίζογλου, Αναστόπουλος, Κωστίκος, Γαλάκος, Ξανθόπουλος, Πουπάκης, Γούναρης, Ραβούσης, Νικολούδης, Κούδας, Τερζανίδης; Ολοι πέρασαν κάποια στιγμή από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, αλλά σήμερα ελάχιστοι ασχολούνται, καθώς όταν έπρεπε κάποιοι δεν φρόντισαν να τους εντάξουν σε ένα επιστημονικό σύστημα εκπαίδευσης. Το ίδιο έγινε παλαιότερα με τη γενιά του Δομάζου και του Παπαϊωάννου και αναμένεται να επαναληφθεί με τη φουρνιά που οδήγησε το 1994 την Εθνική ομάδα στο Μουντιάλ των ΗΠΑ και η οποία σιγά σιγά αποστρατεύεται.
Ο προπονητής του 2000 το λιγότερο που πρέπει να γνωρίζει είναι ξένες γλώσσες, να παρακολουθεί διεθνές ποδόσφαιρο, να έχει γνώσεις ψυχολογίας και παιδαγωγικής, να έχει σχέσεις επικοινωνίας με τα ΜΜΕ, ώστε και τις γνώσεις του να προβάλλει και στην επικαιρότητα να μένει, να ενημερώνεται καθημερινά, να συμμετέχει σε σεμινάρια επιμόρφωσης. Ολα αυτά προϋποθέτουν πανεπιστημιακή μόρφωση εκ μέρους των προπονητών και οργάνωση από την πλευρά της ομοσπονδίας.
* Δυτικοί και… ανατολικοί
Οι προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες παρακολουθούν με ομάδες εργασίας τις μεγάλες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, αναλύουν τα νέα δεδομένα και στη συνέχεια αποφασίζουν τις αλλαγές που θα επιφέρουν στην αναπτυξιακή πολιτική τους.
Οι Γερμανοί μετά την αποτυχία της εθνικής ομάδας τους στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000 δεν έμειναν στις διαπιστώσεις. Ανανέωσαν το προπονητικό δυναμικό τους με στόχο το Μουντιάλ του 2006. Στο προσκήνιο ήρθαν οι ποδοσφαιριστές που ανέδειξαν τη Γερμανία παγκόσμια πρωταθλήτρια το 1990 και πρωταθλήτρια Ευρώπης το 1996. Ο Ρούντι Φέλερ ανέλαβε την εθνική ομάδα των ανδρών. Ο Μπέρτι Φογκτς τη Λεβερκούζεν με βοηθούς τον Τόνι Σουμάχερ και τον Πιερ Λιτμπάρσκι. Ο Ματίας Ζάμερ ηγείται της ανανεωμένης Ντόρντμουντ και ο Αντρέας Μπρέμε της Καϊζερσλάουτερν. Εγγύηση για την επιτυχία τους είναι το επιστημονικό δυναμικό που βρίσκεται πίσω από κάθε ομάδα.
Επί δεκαετίες οι έλληνες παράγοντες αρέσκονταν στην… αντιγραφή και στους ξένους προπονητές. Από τη χώρα μας παρήλασαν προπονητές από κάθε γωνιά του πλανήτη. Πολλοί ήρθαν για ένα καλό εφάπαξ. Οι περισσότεροι δεν προσαρμόστηκαν στην ελληνική πραγματικότητα. Ορισμένοι προσέφεραν έργο. Κάποιοι που εργάστηκαν στις κορυφαίες ομάδες είχαν την ευτυχία να κατακτήσουν και τίτλους.
Η ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου από την αγωνιστική περίοδο 1959-1960, που καθιερώθηκε το πρωτάθλημα της Εθνικής κατηγορίας, λέει ότι μόνο πέντε έλληνες προπονητές κατέκτησαν τον τίτλο του πρωταθλητή. Πολυνίκης είναι ο αείμνηστος Λάκης Πετρόπουλος (5). Ακολουθεί με δύο ο Αλκέτας Παναγούλιας και με έναν τίτλο ο Βασίλης Δανιήλ, ενώ πρωταθλητές αναδείχθηκαν, αναλαμβάνοντας στα μέσα τις περιόδου τις ομάδες τους, ο Αντώνης Μηγιάκης και οι Ανδρέας Σταματιάδης, Γιάννης Ματζουράκης. Τα περισσότερα πρωταθλήματα (24) κατέκτησαν προπονητές από τις ανατολικές χώρες: Στέφαν Μπόμπεκ (Γιουγκοσλαβία), Μάρτον Μπούκοβι (Ουγγαρία), Φέρεντς Πούσκας (Ουγγαρία), Γκιούλα Λόραντ (Ουγγαρία), Κάζιμιρ Γκόρσκι (Πολωνία), Γιάτσεκ Γκμοχ (Πολωνία), Ντούσαν Μπάγεβιτς (Γιουγκοσλαβία) οι οποίοι έγραψαν τη δική τους ιστορία. Εργο άφησαν επίσης πίσω τους οι Ολλανδοί Φράντισεκ Φάντροκ και ο Εγκεν Γκέραρντ, όχι όμως και οι Ιταλοί Μπρούνο Πεζάολα και Αλμπέρτο Μπιγκόν. Ως αποτυχημένοι έφυγαν ο Στέφαν Κόβατς, ο Χέλμουτ Σενέκοβιτς, ο Γκίντερ Μπένγκστον, ο Τόμισλαβ Ιβιτς, ο Ιβιτσα Οσιμ…
Ο τίτλος που ανήκει δικαιωματικά στους έλληνες προπονητές είναι αυτός του ήρωα της τελευταίας στιγμής. Οποτε κλήθηκαν να αλλάξουν την ψυχολογία της ομάδας αντικαθιστώντας κάποιον ξένο προπονητή, δεν τα πήγαν άσχημα. Τα δύσκολα άρχιζαν όταν έπρεπε να προγραμματίσουν και να προετοιμάσουν ομάδες από την αρχή. Εκεί φαινόταν η επιστημονική ανεπάρκεια. Οι ηρωικές αναφορές τους στα κατορθώματα του… Κολοκοτρώνη και του Αθανάσιου Διάκου δεν αρκούσαν για να έρθουν αποτελέσματα.
Με το φιλότιμο και την ευσυνειδησία που έδειξαν στη δουλειά τους, τα τελευταία χρόνια κυρίως, ο Γιάννης Κυράστας, ο Αγγελος Αναστασιάδης, ο Βασίλης Δανιήλ, ο Γιώργος Παράσχος, ο Σπύρος Λιβαθηνός, κάτι φαίνεται να αλλάζει στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αρκεί όμως το φιλότιμο ή μήπως η ίδρυση σχολής προπονητών πανεπιστημιακού επιπέδου είναι όσο ποτέ άλλοτε απαραίτητη;